λίξης

λίξης
ο, θηλ. λίξισσα (Μ λίξης)
λιξιάρης, λιχούδης, λαίμαργος, άπληστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. lixa «προμηθευτής τροφίμων», πιθανότερη όμως φαίνεται η άποψη κατά την οποία η λ. συνδέεται άμεσα με το ρ. λείχω, οπότε η ορθή γρφ. είναι με -ει- (λείξης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λίξουρος — λίξουρος, ον (Μ) 1. άπληστος, πλεονέκτης 2. λαίμαργος, λιχούδης 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ λίξουρον η πλεονεξία, η απληστία. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λίξης για τη σχέση του με το λείχω βλ. λίξης] …   Dictionary of Greek

  • Οδυσσεύς — και Οδυσσέας, ο (Α Ὀδυσσεύς, έως και ιων. τ. γεν. ῆος, και Οὐλιξεύς και Οὐλίξης και Ὀλυσεύς και Ὀλυσσεύς και Ὀλυτεύς και Ὀλυττεύς και Ὀλισεύς και Ὀλυσσεύς και, επικ. τ., Ὀδυσεύς, εῡς) μυθικός βασιλιάς τής Ιθάκης, κεντρικός ήρωας της Οδύσσειας.… …   Dictionary of Greek

  • λιξεύω — και λιξεύγω (Μ λιξεύω και λιξεύγω) [λίξης] ορέγομαι, επιθυμώ πολύ, λιχουδεύω …   Dictionary of Greek

  • λιξιά — η (Μ λιξιά και λεξιά) [λίξης] απληστία, λαιμαργία, βουλιμία …   Dictionary of Greek

  • λιξουρία — λιξουρία, ἡ (Μ) απληστία, πλεονεξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίξουρος (για τη σχέση του με το λείχω βλ. λίξης) είναι πιθ. να επέδρασε στον σχηματισμό τής λ. ο λατ. τ. luxuria «αφθονία, περίσσεια ασωτία»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”