λίξουρος — λίξουρος, ον (Μ) 1. άπληστος, πλεονέκτης 2. λαίμαργος, λιχούδης 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ λίξουρον η πλεονεξία, η απληστία. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λίξης για τη σχέση του με το λείχω βλ. λίξης] … Dictionary of Greek
Οδυσσεύς — και Οδυσσέας, ο (Α Ὀδυσσεύς, έως και ιων. τ. γεν. ῆος, και Οὐλιξεύς και Οὐλίξης και Ὀλυσεύς και Ὀλυσσεύς και Ὀλυτεύς και Ὀλυττεύς και Ὀλισεύς και Ὀλυσσεύς και, επικ. τ., Ὀδυσεύς, εῡς) μυθικός βασιλιάς τής Ιθάκης, κεντρικός ήρωας της Οδύσσειας.… … Dictionary of Greek
λιξεύω — και λιξεύγω (Μ λιξεύω και λιξεύγω) [λίξης] ορέγομαι, επιθυμώ πολύ, λιχουδεύω … Dictionary of Greek
λιξιά — η (Μ λιξιά και λεξιά) [λίξης] απληστία, λαιμαργία, βουλιμία … Dictionary of Greek
λιξουρία — λιξουρία, ἡ (Μ) απληστία, πλεονεξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίξουρος (για τη σχέση του με το λείχω βλ. λίξης) είναι πιθ. να επέδρασε στον σχηματισμό τής λ. ο λατ. τ. luxuria «αφθονία, περίσσεια ασωτία»] … Dictionary of Greek